αποτομος

αποτομος
    ἀπότομος
    ἀπό-τομος
    2
    1) срезанный; тж. обрывистый, крутой
    

(χωρίον Her.; ὄρη Xen.; τόπος Plat.; πέτραι Arst., Plut.)

    2) суровый, строгий
    

(ἀνάγκη Soph.; λῆμα Eur.)

    3) сжатый, краткий
    

(συγκεφαλαίωσις Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποτομος" в других словарях:

  • ἀπότομος — cut off masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότομος — η, ο (AM ἀπότομος, ον) [αποτέμνω] 1. απόκρημνος 2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος 3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός αρχ. 1. αυστηρός, αδυσώπητος 2. σύντομος 3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής …   Dictionary of Greek

  • απότομος — η, ο επίρρ. α 1. απόκρημνος: Στο μέρος εκείνο της παραλίας ορθώνονταν απότομα βράχια. 2. ξαφνικός, απροσδόκητος: Η κακοκαιρία ξέσπασε απότομα. 3. βίαιος, υβριστικός: Ήξερε πως ήταν άνθρωπος με τρόπους απότομους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτομώτερον — ἀπότομος cut off masc acc comp sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἀπότομος cut off adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατα — ἀπότομος cut off adverbial superl ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατον — ἀπότομος cut off masc acc superl sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτόμως — ἀπότομος cut off adverbial ἀπότομος cut off masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομον — ἀπότομος cut off masc/fem acc sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάταις — ἀπότομος cut off fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάτην — ἀπότομος cut off fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτέρῳ — ἀπότομος cut off masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»