ἀπότομος — cut off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότομος — η, ο (AM ἀπότομος, ον) [αποτέμνω] 1. απόκρημνος 2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος 3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός αρχ. 1. αυστηρός, αδυσώπητος 2. σύντομος 3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής … Dictionary of Greek
απότομος — η, ο επίρρ. α 1. απόκρημνος: Στο μέρος εκείνο της παραλίας ορθώνονταν απότομα βράχια. 2. ξαφνικός, απροσδόκητος: Η κακοκαιρία ξέσπασε απότομα. 3. βίαιος, υβριστικός: Ήξερε πως ήταν άνθρωπος με τρόπους απότομους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτομώτερον — ἀπότομος cut off masc acc comp sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἀπότομος cut off adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομώτατα — ἀπότομος cut off adverbial superl ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομώτατον — ἀπότομος cut off masc acc superl sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτόμως — ἀπότομος cut off adverbial ἀπότομος cut off masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότομον — ἀπότομος cut off masc/fem acc sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτάταις — ἀπότομος cut off fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτάτην — ἀπότομος cut off fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτέρῳ — ἀπότομος cut off masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)